- εύριν
- εὔριν, -ινος, ὁ, ἡ (Α)βλ. εύρις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εύρις — εὔρις, ινος και εὔριν, ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις) 1. αυτός που έχει καλή μύτη 2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»] … Dictionary of Greek